βύζασμα
Смотреть что такое "βύζασμα" в других словарях:
βύζασμα — το βλ. βύζαμα … Dictionary of Greek
βύζαγμα — και βύζασμα, το [βυζαίνω] 1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα 3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
βύζαγμα — βύζαγμα, το και βύζαμα, το και βύζασμα, το 1. οθηλασμός: Η μητέρα απολάμβανε το βύζαγμα του παιδιού της. 2. η απομύζηση, η εκμετάλλευση: Του κάνουν γερό βύζαγμα τα παιδιά του, παρόλο που ζουν μακριά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)